
Η συζήτηση περί πρόωρων εκλογών καλά κρατεί. Παρ’ όλα αυτά, οι ενδείξεις που συνηγορούν για τυχόν απόφαση του πρωθυπουργού να οδηγήσει τη χώρα στις κάλπες, δεν είναι επαρκείς για την εξαγωγή ασφαλών προβλέψεων.
Τα μέτρα που προαναγγέλλονται (χιλιάδες προσλήψεις στο Δημόσιο, με επιδότηση του ΟΑΕΔ, επίδομα των 1.000 € σε ανέργους, κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, ευνοϊκές δανειοδοτήσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επαναφορά του αφορολογήτου ορίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες, επικείμενος, σαρωτικός ανασχηματισμός και στις διοικήσεις των ΔΕΚΟ) και πολιτικές κινήσεις με άρωμα εκλογών (εγκαίνια δημόσιων έργων, πρωθυπουργικές εξορμήσεις στην περιφέρεια), δεν προδικάζουν μια τόσο παρακινδυνευμένη απόφαση.
Διότι ακόμα κι αν όλα όσα το κυβερνητικό επιτελείο «επικοινωνεί», τελικώς υλοποιηθούν, πέραν του χρόνου που θα απαιτηθεί μέχρι να γίνουν πράξη, ένας πρόσθετος χρόνος θα απαιτηθεί για να αφομοιωθούν θετικά από την κοινή γνώμη και να προσδώσουν πολιτικό όφελος στην κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, ο χρόνος ωρίμανσης των νέων μέτρων που προτίθεται να λάβει η κυβέρνηση υπερβαίνει κατά πολύ την ημερομηνία διεξαγωγής των Ευρωεκλογών – πρώτο χειροπιαστό δείγμα της τάσης που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Βάση λοιπόν μιας απλής πολιτικής λογικής (εκτός συγκλονιστικού απροόπτου που θα την ανέτρεπε...), στόχος της κυβέρνησης θα ήταν να επηρεάσει υπέρ της την τάση αυτή. Διότι, αν οι Ευρωεκλογές προσλάβουν το χαρακτήρα «δημοψηφίσματος» όπως σημειώνει το ΠΑΣΟΚ και οι πολίτες εκφράσουν την όποια δυσαρέσκειά τους για την κυβερνητική πολιτική, υπερψηφίζοντας το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι πρόωρες εκλογές θα επιταχυνθούν. Η όποια δυσαρέσκεια μεταφραστεί σε ψήφο διαμαρτυρίας προς τα μικρά κόμματα και τα ποσοστά ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι χαμηλά και η μεταξύ τους διαφορά μικρή, τότε η κυβέρνηση θα πάρει άλλη μια παράταση χρόνου. Τότε, ίσως αποδώσουν και τα «φιλολαϊκά» μέτρα που σκοπεύει να πάρει.
Ωστόσο, το ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία δεν είναι το πολιτικό όφελος των μέτρων για τη ΝΔ, αλλά για τη χώρα. Και επ’ αυτού η απάντηση δεν είναι εύκολη. Διότι το πρόβλημα του τόπου και της ελληνικής οικονομίας, είναι περισσότερο πολυσύνθετο για να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να λυθεί διευθετήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα. Είναι επίσης ένα πρόβλημα δομικό που συνεχώς διογκώνεται και απαιτεί ριζοσπαστικές λύσεις και γενναίες αποφάσεις που μόνο μέσω ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων μπορούν να ληφθούν.
Αν η κυβέρνηση πείσει πως είναι έτοιμη και αποφασισμένη να ηγηθεί μια τέτοιας προσπάθειας το πολιτικό όφελος που θα εισπράξει θα είναι αισθητά μεγαλύτερο, απ’ αυτό που προσδοκά να εισπράξει προσφεύγοντας σε συνταγές που παραπέμπουν σε άλλες εποχές και θυμίζουν παλαιότερες κυβερνήσεις.
Π.Κ.Μαυρίδης
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ΕΞΠΡΕΣ 16.01.2009)
Για προβολή pdf, κλικ στον τίτλο...